σκωτσέζικος

σκωτσέζικος
η , ο см. σκωτικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σκωτσέζικος" в других словарях:

  • σκωτσέζικος — η, ο, Ν [Σκωτσέζος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σκωτία ή στους Σκώτους ή αυτός που προέρχεται από αυτούς, σκωτικός («σκωτσέζικο ύφασμα») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκωτσέζικα η σκωτική γλώσσα. επίρρ... σκωτσέζικα κατά τρόπο σκωτσέζικο …   Dictionary of Greek

  • σκοτσέζικος — η, ο, Ν βλ. σκωτσέζικος …   Dictionary of Greek

  • τουίντ — το, Ν άκλ. (υφαντ.) ύφασμα το οποίο έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την τραχιά επιφάνεια και ως βασικό χρησιμοποιούμενο υλικό το μαλλί, αλλά υφαίνεται και με συνδυασμό μαλλιού και βαμβακιού, μαλλιού και ρεγιόν, μαλλιού και συνθετικών ινών. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»